αναμυρίζω

αναμυρίζω
ἀναμυρίζω (Μ)
αλείφω ξανά με μύρο μετά το βάπτισμα, ξαναμυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + μυρίζω (< μύρον) «αλείφω με μύρο».
ΠΑΡ. μσν. ἀναμυρισμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναμυρισμός — ἀναμυρισμός, ο (Μ) [ἀναμυρίζω] η εκ νέου επάλειψη με θείο μύρο μετά το βάπτισμα, ξαναμύρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”